- κοντοπόδαρος
- η , ο 1. коротконогий;2. (ο ) коротышка, коротконожка (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντοπόδαρος — η, ο (Μ κοντοπόδαρος) αυτός που έχει κοντά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πόδαρος (< ποδ άρι), πρβλ. λαγο πόδαρος, φτερο πόδαρος] … Dictionary of Greek
κοντοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει κοντά ποδάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντοπόδης — κοντοπόδης, ὁ (Μ) κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο πόδης, στραβο πόδης] … Dictionary of Greek
μικροπόδαρος — η, ο (Μ μικροπόδαρος, η, ον) αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος … Dictionary of Greek
μικροσκελής — ές (Α μικροσκελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα, σε σχέση με το σώμα του, κοντά σκέλη, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
μικρόπους — και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, ουν (Μ) αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πούς (πρβλ. μεγαλό πους)] … Dictionary of Greek